κρυμαλέος

κρυμαλέος
κρυμαλέος, -α, -ον (Α)
ψυχρός, παγερός, κρύος σαν πάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -αλέος (πρβλ. διψ-αλέος, ριγ-αλέος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρυμαλέης — κρυμαλέος icy fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυμαλέοις — κρυμαλέος icy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυμαλέου — κρυμαλέος icy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυμός — κρυμός, ὁ (Α) 1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.) 2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.) 3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ.… …   Dictionary of Greek

  • κρυμαλέαι — κρυμαλέᾱͅ , κρυμαλέος icy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”